Λιντ

Λιντ
(Lied). Είδος τραγουδιού με συνοδεία πιάνου, το οποίο αναπτύχθηκε στις γερμανόφωνες χώρες του 19ου αι. Από τον 12ο αι. το Λ. αναπτύχθηκε ως μουσική σύνθεση, που αναφέρεται εξίσου στη λαϊκή (Volkslied) και στην έντεχνη (Kunstlied), στη μονοφωνική και στην πολυφωνική, στη θρησκευτική και στην κοσμική μουσική. Μία μικρή συλλογή από Lieder ανάγεται στον 15o αι. και περιλαμβάνει προγενέστερες συνθέσεις που προέρχονται από τον Μεσαίωνα μέσω προφορικών παραδόσεων. Η διάδοση της τυπογραφίας και η παραγωγή Lieder από τον Άνταμ φον Φούλντα, συνθέτη των τελών του 15ου αι., ενίσχυσαν την έντονη προτίμηση του γερμανικού πνευματικού πολιτισμού προς αυτή τη μουσική μορφή, η οποία ήταν βασισμένη στη χάρη του ποιητικού κειμένου και στην απλότητα της μελωδίας, συχνά λαϊκής έμπνευσης. Ιδιαίτερη προβολή είχε το Λ. στο έργο του Χάινριχ Iζαάκ (1450;-1517), τα Lieder του οποίου μεταφυτεύθηκαν στα λουθηρανικά χορικά κατά την περίοδο της Μεταρρύθμισης. Θρησκευτικά Λ. (Geistliche Lieder) συνέθεσε ο Λούντβιχ Ζενφλ (1490;-1555), ενώ το κοσμικό Λ. διατήρησε και κατά τον 17o αι. την αυτονομία του από την ιταλική μελοδραματική άρια, κυρίως στα Studentenlieder του Γιόχαν Χέρμαν Σάιν (1586-1630). Προς αυτές τις δύο κατευθύνσεις –τη θρησκευτική και την κοσμική– το Λ. άσκησε μεγάλη γοητεία κατά τον 18o αι. (ιδιαίτερα έντονη στο β’ μισό του αιώνα) με την επιστροφή στην απλότητα της φύσης, που διακήρυσσαν με θέρμη ο Ρουσό (θεωρούνται Λ. οι δύο συνθέσεις του για τραγούδι και πιάνο με τίτλο Les consolations des misères de ma vie) και ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, που ανακάλυψε στο Λ. το κατάλληλο μέσο για να διεισδύσει και να εκφράσει τη λαϊκή ψυχοσύνθεση. Πριν ενταχθεί στη λαμπρή άνθηση του ρομαντισμού, το Λ. γνώρισε ένα ιδιαίτερο συνθετικό ύφος στα λεγόμενα βιεννέζικα Lieder, που έφτασαν σε υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο με τα Λ. του Γιόζεφ Άντον Στέφαν (1726-1797), ο οποίος στο διάστημα 1778-92 εξέδωσε πολλές συλλογές με παρόμοια έργα, καθώς και με τα Λ. του Χάιντν, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν. Ωστόσο, πρώτος μεγάλος συνθέτης Λ. υπήρξε ο Σούμπερτ, ο οποίος συνέθεσε περισσότερα από 600, δημιουργώντας έτσι ένα πρότυπο, που διατηρήθηκε χάρη στην προσφορά των μεγάλων ρομαντικών και μεταρομαντικών συνθετών, Σούμαν, Μέντελσον, Μπραμς, Βολφ, Μάλερ, Σένμπεργκ, Χίντεμιτ και Ρίχαρντ Στράους. Το Λ. απέκτησε οπαδούς και σε συνθέτες άλλων χωρών, ωστόσο απώλεσε το τυπικό γερμανικό πνεύμα του και ακολούθησε μορφές λυρικής ποίησης για τραγούδια και πιάνο, όπως η άρια, το τραγούδι, η ρομάντσα και η ρομάντσα σαλονιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βαν Λιντ, Πέτερ — (Peter Van Lint, Αμβέρσα 1609 – 1690). Βέλγος ζωγράφος. Πήγε στην Ιταλία και ζωγράφισε στη Ρώμη, στην Παναγία του Λαού (Μαντόνα ντελ Πόπολο). Τα σπουδαιότερα έργα του βρίσκονται στον καθεδρικό ναό της Όστια. Όταν γύρισε στην πατρίδα του,… …   Dictionary of Greek

  • Γκλάρους — (γερμ. Glarus, γαλλ. Glaris, ιταλ. Glarona). Καντόνι (685 τ. χλμ., 38.500 κάτ. το 2000) της Ελβετίας στο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας. Το έδαφος είναι στο μεγαλύτερο μέρος ορεινό και αντιστοιχεί ακριβώς, εκτός από τη νοτιοδυτική γωνία, με τη… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ζυρίχη — (γερμ. Zürich, γαλλ. Zurich, ιταλ. Zurigo). Πόλη (337.900 κάτ. το 2000) της Ελβετίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.728 τ. χλμ., 1.227.900 κάτ.). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης της Ζ., στις εκβολές του ποταμού Λίματ και στη… …   Dictionary of Greek

  • Ντακότα, Νότια — (South Dakota). Πολιτεία (196.576 τ. χλμ., 760.100 κάτ. το 2003)των βορειοκεντρικών ΗΠΑ, που συνορεύει προς Β με τη Βόρεια Ντακότα, στα Δ με τη Μοντάνα και την Γουαϊόμινγκ, στα Ν με τη Νεμπράσκα και στα Α με τη Μινεσότα και την Αϊόβα· τα σύνορα… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Σιρέ, Εδουάρδος — (Schuré, 1841 – 1929). Γάλλος κριτικός και ιστορικός. Αρχικά ασχολήθηκε με την ιστορία της μουσικής και υποστήριξε θερμά τις βαγκνερικές θεωρίες. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μελέτη των υπερβατικών φιλοσοφιών και των θρησκευτικών συστημάτων. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”